- περιοικίζω
- περιοικ-ίζω,A place around, [τῷ ἐγκεφάλῳ]
τὰς αἰσθήσεις Gal.UP8.2
(s. v.l.):—[voice] Pass., Id.5.230.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰς αἰσθήσεις Gal.UP8.2
(s. v.l.):—[voice] Pass., Id.5.230.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιοικίζω — Α τοποθετώ, εγκαθιστώ γύρω από κάτι («περιοικίζω τῷ έγκεφάλῳ τὰς αἰσθήσεις», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + οἰκίζω «εγκαθιστώ» (< οἶκος)] … Dictionary of Greek